- Ἡσιόδειος
- Ἡσιόδειοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ησιόδειος — ἡσιόδειος, ον (Α) [Ησίοδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ησίοδο … Dictionary of Greek
Ἡσιοδείων — Ἡσιόδειος fem gen pl Ἡσιόδειος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδειον — Ἡσιόδειος masc acc sg Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείοις — Ἡσιόδειος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείου — Ἡσιόδειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείους — Ἡσιόδειος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδεια — Ἡσιόδειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιοδείας — Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem acc pl Ἡσιοδείᾱς , Ἡσιόδειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδησιόδειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Ησίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἡσιόδειος] … Dictionary of Greek